λουκούλλειος

λουκούλλειος
-α, -ο (Α λουκούλλειος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο
νεοελλ.
φρ. «λουκούλλειο γεύμα» — πλουσιότατο, πλουσιοπάροχο γεύμα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λουκούλλεια
αγώνες προς τιμήν τού Λουκούλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λούκουλλος, εξελληνισμένο όν. τού Ρωμαίου στρατηγού Lucullus, που φημιζόταν για τα πολυτελέστατα συμπόσιά του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λουκούλλειος — α, ο (για γεύμα), πολύ πλούσιος, χορταστικός: Οι Ρωμαίοι οργάνωναν λουκούλλεια γεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”